ἀστεϊσμός

ἀστεϊσμός
ἀστε-ϊσμός, ,
A wit, D.H.Dem.54, Demetr.Eloc.128 (pl.), 130, Phld.Rh.1.181 S.: pl., forms of wit, Longin.34.2, Philostr.VS1.25.9; esp. of ironical self-depreciation, mock-modesty, Phld.Acad.Ind.p.52M., Alex.Fig.1.18, Trypho Trop.24; = παράλειψις, Hdn.Fig.p.98S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀστεισμός — wit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστεϊσμός — ο (AM ἀστεϊσμός) [αστεΐζομαι] νεοελλ. 1. το να αστειεύεται κανείς 2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά αρχ. είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας …   Dictionary of Greek

  • αστεϊσμός — ο η αστειότητα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμπούρι — Αστεϊσμός, λογοπαίγνιο. Προέρχεται από τη γαλλική λέξη calenbour. * * * το 1. λογοπαίγνιο, χαριτολόγημα, ευφυολόγημα 2. αστείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calembour] …   Dictionary of Greek

  • ἀστεισμοῖς — ἀστεισμός wit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμοί — ἀστεισμός wit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμοῦ — ἀστεισμός wit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμούς — ἀστεισμός wit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῶ — ἀστεισμός wit masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῶν — ἀστεισμός wit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεισμῷ — ἀστεισμός wit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”